- ψωκτός
- -ή, -όν, Α [ψώχω](αμφθλ. γρφ.) (κατά τον Ησύχ.) «ψωκτόντράπεζαν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψωκτόν — ψωκτός masc acc sg ψωκτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόψωκτος — λιθόψωκτος, ον (Α) αυτός που συντελεί στο γυάλισμα λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ψωκτος (< ψώχω «κατατρίβω, λειαίνω»)] … Dictionary of Greek